ΑΙΜΟΠΛΟΥΣ

Ένα ταξίδι στο αίμα που μας ταξιδεύει

Τρίτη

άτιτλο

η νοσταλγία
κρατάει τσεκούρι
κι είναι
καρκίνος
ανήκεστος

μπαμ

σήκωσα
όπλισα
σε σκότωσα
κι ήτανε σφαίρες
οι λέξεις
τα λόγια μου
κι ήταν ανείπωτη
η θλίψη μου
κι ήμουν εγώ
ο δολοφόνος σου
εγώ που τόσο
σ' αγάπησα
και
σ' αγαπώ

οίκτος

μικρά
τυφλά
ρομποτάκια
τρώτε
δουλεύετε
ζευγαρώνετε
το χειμώνα
κρύβεστε
το καλοκαίρι
λιάζεστε
εργατικά
υπηρετείτε
ανωτέρους
αποταμιεύετε
όνειρα
να ζήσετε
αργότερα
όλο κι αργότερα
ώσπου
μια μέρα
να λιώσετε
κάτω απ' την
ειρωνικά
ανώτερη ευφυΐα
μιας παντόφλας
-σας λυπάμαι
μυρμήγκια
του θεού

Παρασκευή

από τα επιτύμβια ΙΙ

συνηθίσανε πια
τα μάτια
στο σκοτάδι-
παραμένει ανοιχτό
το θέμα
της ψυχής

Δευτέρα

μακριά, πολύ μακριά

κλείνω κι απόψε
τα μάτια
κλείνομαι μέσα μου
διατρέχω τα βάθη και τα ύψη
υπερπηδώ εμπόδια
ανασκάπτω άδεια ορυχεία
αποφασίζω εκταφή του τίποτε
αναζητώ τη σκιά του ονείρου
-δε σε βρίσκω πουθενά

τί απέγινες;
τί συνέβη;
πού ξοδεύεσαι εκτός μου;

αλίμονο...